- κυνικῆς
- κυνικόςdog-likefem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διογενής — I Όνομα αρχαίων φιλοσόφων. 1. Δ. ο Απολλωνιάτης (5ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από την κρητική πόλη Απολλωνία, αλλά έζησε για πολλά χρόνια στην Αθήνα. Υπήρξε οπαδός της αρχαίας ιωνικής σχολής· η απήχηση ορισμένων θεωριών του είναι εμφανής στα έργα του … Dictionary of Greek
Αντισθένης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος φιλόσοφος (Αθήνα 444; – περ. 365 π.Χ.). Μαθητής του Γοργία αρχικά, προσελκύεται τελικά από την προσωπικότητα του Σωκράτη και εγκαταλείπει τον πρώτο δάσκαλό του με χλευασμούς. Μετά τον θάνατο του Σωκράτη,… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Πολέμων — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αξιωματικός του Μεγάλου Αλέξανδρου. Κατηγορήθηκε για συνωμοσία αλλά τελικά αποκαταστάθηκε. Αργότερα τον συνέλαβε ο Άτταλος, ως οπαδό του Περδίκκα. 2. Φρούραρχος στην πόλη Πηλούσιο της Αιγύπτου, διορισμένος από τον… … Dictionary of Greek
Τζόνσον, Μπεν — (Μπέντζαμιν) (Jonson, Λονδίνο 1572 – 1637). Άγγλος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Από τα βιογραφικά στοιχεία που διασώθηκαν ξέρουμε ότι η ζωή του Τ. δεν ήταν εύκολη: πέρασε από διάφορα επαγγέλματα, σπούδασε στη σχολή του Ουεστμίνστερ, έπαιξε… … Dictionary of Greek